- ανακολπαζω
- ἀνακολπάζωἀνα-κολπάζωподбирать одежду, подпоясываться Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανακολπάζω — ἀνακολπάζω (Α) ανασηκώνω το κάτω μέρος τού ενδύματος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κολπάζω < κόλπος] … Dictionary of Greek
ανακολπώνομαι — (Α ἀνακολπῶ, όω) νεοελλ. (για πανιά πλοίου) φουσκώνω από τον αέρα αρχ. ἀνακολπάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολπῶ «σχηματίζω κάτι σε είδος κόλπου, κάνω το ιστίο να εξογκωθεί, να φουσκώσει». ΠΑΡ. νεοελλ. ανακόλπωαη] … Dictionary of Greek